εὐθυονείρως — εὐθυόνειρος dreaming vividly adverbial εὐθυόνειρος dreaming vividly masc/fem acc pl (doric) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
εὐθυόνειρον — εὐθυόνειρος dreaming vividly masc/fem acc sg εὐθυόνειρος dreaming vividly neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
εὐθυονειρότεροι — εὐθυόνειρος dreaming vividly masc nom/voc comp pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
εὐθυονείρους — εὐθυόνειρος dreaming vividly masc/fem acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
εὐθυόνειροι — εὐθυόνειρος dreaming vividly masc/fem nom/voc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ευθυ- — (ΑΜ εὐθυ ) α συνθετικό λέξεων, προερχόμενο από το επίθετο ή το επίρρημα. Στα σύνθετα τού ευθυ το α συνθετικό δηλώνει τις σημασίες α) ίσιος («ευθύγραμμος, «εὐθύβλαστος», «εὐθύπορος») β) δίκαιος, ορθός («ευθυκρισία, «ευθύδικος») γ) εύκολος,… … Dictionary of Greek
ευθυονειρία — εὐθυονειρία, ή (ΑΜ) [ευθυόνειρος] το εναργές, το καθαρό όνειρο … Dictionary of Greek
όναρ — το (Α ὄναρ) 1. όραμα το οποίο παρουσιάζεται κατά τη διάρκεια τού ύπνου, όνειρο 2. φρ. «κατ όναρ» στον ύπνο, σε όνειρο αρχ. 1. καθετί το αβέβαιο ή απατηλό 2. (ως επίρρ.) ὄναρ σε όνειρο, στον ύπνο («ὄναρ γὰρ ὑμᾱς νῡν Κλυταιμνήστρα καλῶ», Ευμ.) 3.… … Dictionary of Greek